- αρρενοτόκος
- ἀρρενοτόκος, -ον (Α)(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρρενοτόκος — bearing male children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοτόκοι — ἀρρενοτόκος bearing male children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοτόκου — ἀρρενοτόκος bearing male children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοτόκων — ἀρρενοτόκος bearing male children masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοτόκῳ — ἀρρενοτόκος bearing male children masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… … Dictionary of Greek
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αρρενοτοκία — ἀρρενοτοκία, η (Μ) [αρρενοτόκος] η γέννηση αρσενικών παιδιών … Dictionary of Greek
αρρενοτοκώ — ἀρρενοτοκῶ ( έω) (Α) [αρρενοτόκος] γεννώ αρσενικά παιδιά … Dictionary of Greek
αρρητοτόκος — ἀρρητοτόκος, ον (Μ) αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)] … Dictionary of Greek